- τεσσεράριος
- ὁ, Αβλ. τεσσαράριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεσσαράριος — και τεσσεράριος και τεσσαράλιος και τεσσαλάριος και θεσσαλάριος, ὁ, Α 1. υπαξιωματικός επιφορτισμένος με την παραλαβή και μεταβίβαση συνθηματικών μηνυμάτων 2. (στην Αίγυπτο) ονομασία πολιτικού αξιωματούχου 3. φρ. «τεσσαράρια πλοῑα» ταχυδρομικά… … Dictionary of Greek
τεσσεδάριος — ὁ, Α ο τεσσαράριος ή είδος μονομάχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού τεσσεράριος*] … Dictionary of Greek